- εκβοώ
- ἐκβοῶ (-άω) (AM)βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζωαρχ.1. διώχνω με βοή2. (παθ. μτχ.) εκβεβοημένοςπερίφημος, περιβόητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκβοῶ — ἐκβοάω call out pres imperat mp 2nd sg ἐκβοάω call out pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐκβοάω call out pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐκβοάω call out pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐκβοάω call out pres ind act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… … Dictionary of Greek
προσεκβοώ — άω, ΜΑ κραυγάζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκβοῶ «βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω»] … Dictionary of Greek
συνεκβοώ — άω, Α φωνάζω δυνατά, κραυγάζω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβοῶ «φωνάζω δυνατά, κραυγάζω»] … Dictionary of Greek